- μπούκερο
- (bucchero). Τύπος πήλινου αγγείου, χαρακτηριστικός του ετρουσκικού πολιτισμού. Τα αγγεία του τύπου αυτού είναι μαύρα εξωτερικά και εσωτερικά, με στιλπνή επιφάνεια, που δίνει σχεδόν εντύπωση μετάλλου. Ο όρος προέρχεται από το ισπανικό bucara, ονομασία ορισμένων αγγείων από αρωματικό πηλό, που εισάγονταν από τη Νότια Αμερική τον 18o αι. και βρήκαν μιμητές στην Ιταλία την εποχή ακριβώς των πρώτων ανακαλύψεων των ετρουσκικών νεκροπόλεων, όπου βρέθηκαν πολυάριθμα μαύρα αγγεία. Η παραγωγή αυτής μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ 7ου και 5ου αι. π.Χ. και οι πρόδρομοί αυτής υπάρχουν στην Ιταλία ήδη από την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου.
Αυτής υποθέσεις διατυπώθηκαν για την τεχνική με την οποία λαμβανόταν το μείγμα του μ.· η πιθανότερη είναι ότι το χρώμα αυτό οφειλόταν στη μετατροπή, κατά την όπτηση, του οξειδίου του σιδήρου (ερυθρού χρώματος) που ήταν ενωμένο με πηλό, σε σιδηρούχο οξείδιο (μαύρου χρώματος). Τα παραγόμενα είδη αγγείων ήταν πολλά: κυρίως κύπελλα, αμφορείς, κύλικες και πλαστικά αγγεία, ζωόμορφα ή ανθρωπόμορφα, ενώ συχνά είχαν εγχάρακτη ή ανάγλυφη διακόσμηση.
Ετρουσκικό μπούκερο (6ος αι. π.Χ.)? η τεχνική των συγκεκριμένων αγγείων έχει τις ρίζες της στην εποχή του χαλκού.
Dictionary of Greek. 2013.